- μετροτράπεζα
- ηπινακίδα εφοδιασμένη με γωνιομετρικό όργανο που χρησιμοποιείται στις τοπογραφικές μετρήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + τράπεζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετροτραπεζικός — ή, ό [μετροτράπεζα] σχετικός με τη μετροτράπεζα … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek